- τροκ
- το, Νάκλ. βλ. τροτ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροκάνα — η, Ν 1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί κατά την περιστροφή του, ροκάνα 2. βαρύ κουδούνι τών προβάτων, αλλ. τροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τροκ] … Dictionary of Greek
τροτ — και τροκ, το, Ν άκλ. (για ιππασία) τροχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trot < trotter «καλπάζω, τριποδίζω»] … Dictionary of Greek
τροχασμός — ο, ΝΜΑ [τροχάζω] νεοελλ. ταχύς βηματισμός αλόγου και, ειδικότερα, βηματισμός πιο γρήγορος από το βάδην και πιο αργός από τον καλπασμό, κν. τροκ. || (μσν. αρχ.) (κατά τον Ησύχ.) δρόμος ταχύτητας … Dictionary of Greek
τροχασμός — ο γρήγορος βηματισμός αλόγου μεταξύ βαδίσματος και καλπασμού, τροτ, τροκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)